χαρχάλα

χαρχάλα
η, Ν
1. βαλανίδι που συλλέγουν το φθινόπωρο
2. μτφ. πόρνη με χαλαρές σάρκες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαρχάλα — η το βελάνι που μαζεύεται το φθινόπωρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”